- παλμώθηση
- ηβλ. ώθηση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φωτοθυρίστορ — το, Ν (ηλεκτρον.) θυρίστορ τού οποίου η λειτουργία μπορεί να προκληθεί είτε με ηλεκτρική παλμώθηση είτε με φωτεινή ακτινοβολία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. photothyristor] … Dictionary of Greek
ώθηση — η / ὤθησις, ήσεως, ΝΜΑ η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ωθώ, κν σπρώξιμο νεοελλ. 1. φυσ. η δράση μιας δύναμης πάνω σε ένα σώμα στο οποίο τείνει να προσδώσει κίνηση, τής οποίας το μέτρο ισούται με το γινόμενο τής δύναμης επί τον χρόνο επενέργειάς… … Dictionary of Greek